αναβατός

αναβατός
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 30 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του νησιού και υπάγεται διοικητικά στο δήμο Ομηρούπολης. Ο Ανάβατος στο νησί της Χίου.
* * *
-ή, -ό (Α ἀναβατός, -ή, -ὸν)
αυτός πάνω στον οποίο μπορεί να ανεβεί κανείς
(νεοελλ. και ανεβατός, -ή, -ό) (για το ψωμί) αυτό που ζυμώθηκε με προζύμι, ο ένζυμος άρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβαίνω.
ΠΑΡ. ανάβατος].
————————
και ανάβατος, -η, -ο
1. αυτός πάνω στον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανεβεί «αναβατοί εγκρεμοί»
2. (για το ψωμί) αυτό που δεν φούσκωσε, δεν ανέβηκε ακόμη, λειψανάβατο, λειψό
3. το ουδ. ως ουσ. το ανάβατο
προζύμι, φύραμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβατός. Το αρκτικό α- πήρε τη στερ. σημασία του από τον αναβιβασμό τού τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανάβατος — ανάβατος, η, ο και ανέβατος, η, ο (για το ψωμί), εκείνος που δεν ανέβηκε, δε φούσκωσε, λειψός: Το ψωμί είναι ακόμα ανάβατο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναβατός — to be mounted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβατόν — ἀναβατός to be mounted masc/fem acc sg (epic) ἀναβατός to be mounted neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβατόν — ἀναβατός to be mounted masc/fem acc sg ἀναβατός to be mounted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβατά — ἀναβατός to be mounted neut nom/voc/acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβατός — ἀναβατός to be mounted masc/fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμβατος — ἀναβατός to be mounted masc/fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεβαίνω — (AM ἀναβαίνω) 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω 2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ. 3. κατευθύνομαι προς τον Θεό 4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά 5. φυτρώνω 6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι 7. (για ποτάμι)… …   Dictionary of Greek

  • λειψανάβατος — και λειπανάβατος, η, ο 1. (για τον άρτο) ελλιπής ως προς το ανέβασμα, αυτός που έχει υποστεί ατελή ζύμωση, λειψός 2. μτφ. για πρόσ. ο μη δραστήριος, αυτός που δεν μπορεί να φέρει κάτι σε πέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + αναβατός (< αναβαίνω),… …   Dictionary of Greek

  • Verwaltungsgliederung von Chios — Die Gemeinde Chios (griechisch Δήμος Χίου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den acht Vorgängergemeinden der griechischen Insel Chios zum 1. Januar 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die Stadt Chios …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”